ολ(ο)-

ολ(ο)-
(ΑΜ ὁλ[ο]-)
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο-μελής, ολό-σωμος, ολό-ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α' συνθετικό ολ(ο)- σημείωσε μεγάλη επίδοση ειδικά στη Νεοελληνική, όπου χρησιμοποιείται για να επιτείνει τη σημ. τού β' συνθετικού (πρβλ. ολό-ασπρος, ολό-γυμνος, ολο-ζώντανος, ολό-ιδιος, ολοστρόγγυλος)
βλ. και α' συνθετικό θεο-, κατα-, μεγαλ(ο)-. Υπάρχει, τέλος, ένας αριθμός συνθέτων που είναι αντιδάνειοι επιστημονικοί όροι (πρβλ. ολο-αρκτικός < αγγλ. holoarctic, ολο-γαμία < αγγλ. hologamy, ολό-καινος < αγγλ. holocene).Λέξεις με α' συνθετικό ολ(ο)-: ολάργυρος, ολόγραφος, ολόγυμνος, ολόγυρος, ολοήμερος, ολόκαυτος, ολοκίτρινος, ολόκληρος, ολολαμπής, ολόλαμπρος, ολόλευκος, ολόλιθος, ολομελής, ολομερής, ολονύκτιος, ολόξηρος / -ξερός, ολοπόρφυρος, ολοπράσινος, ολόπτερος, ολόρριζος, ολοσηρικός, ολόσκιος, ολοστρόγγυλος, ολοσχερής, ολόσχοινος, ολοσώματος, ολόσωμος, ολοτελής, ολόφθαλμος, ολόχαλκος, ολόχλωρος, ολοχρόνιος, ολόχρονος, ολόχρυσος, ολόψυχος
αρχ.
ολαίματος, ολέρημος, ολοβαθύς, ολόβραχυς, ολογράμματος, ολοδάκτυλος, ολοδρομία, ολοκάλαμος, ολοκάρδιος, ολόκαρπος, ολόκεντρος, ολόκνημος, ολόκοπος, ολοκόττινος, ολόλεπρος, ολόλιτος, ολόλοξος, ολομάδιστος, ολόμαζος, ολομανώ, ολομέλας, ολομόχθηρος, όλονθος (Ι), ολόπηλος, ολοπίναρος, ολοπράκτως, ολοπυρίτης, ολόπυρος (Ι), ολόρρυπος, ολορύπαρος, ολοσίδηρος, ολοσκωληκόβρωτος, ολοσμαράγδινος, ολοσπάς, ολόστατος, ολόστομος, ολόστροφος, ολόσφαιρος, ολόσφαλτος, ολοσφυρήλατος, ολόσφυρος (ΙΙ), ολόσχιστος, ολοτίλλω, ολότμητος, ολοτράχηλος, ολοτρόπως, ολοφάκελον, ολοφυής, ολόφυλος, ολόφωνος, ολόχρους, ολόχυλος, ολοχωρία
αρχ.-μσν.
ολοβρύχιος, ολόδοξος, ολοθανής, ολόκαλος, ολόνυκτος, ολοστήμων, ολόσφυρος (I), ολοφαής, ολόφακος
μσν.
ολόαγνος, ολοαπόλυτος, ολόβρυζος, ολογράφω, ολόθεος, ολόθριξ, ολόκαννος, ολόκυκλος, ολόμωρος, ολοπίστως, ολοποιός, ολοπόλιος, ολόπυρος (ΙΙ), ολορούσιος, ολοσόβαρος, ολοσπόνδειος, ολόστερνος, ολοσυμπαθής, ολοφάλακρος, ολοφάλαρος, ολόφλογος, ολοχρυσομαργάρωτος, ολοχωρικεύομαι
μσν.- νεοελλ.
ολόβολος, ολόγεμος, ολοκάθαρος, ολόμεστος, ολομέταξος, ολόξενος, ολόξυλος, ολοπαγής, ολοπρόθυμος, ολότυφλος, ολόφωτος
νεοελλ.
ολαδειανός, ολάδειος, ολάκανθος, ολάκερος, ολάκριβος, ολανδρικός, ολάνοικτος, ολάρφανος, ολόανθος, ολοαρκτικός, ολόασπρος, ολόβαθος, ολοβάπτισμα, ολοβαπτιστής, ολοβλαστικός, ολοβραδιάζει, ολοβροντώ, ολογάλανος, ολογαμία, ολογέμιστος, ολόγερος, ολογλήγορος, ολόγλυκος, ολόγλυφος, ολόγραμμα, ολογραφία (Ι), ολοδάκρυτος, ολόδροσος, ολοεδρία, ολοζωής, ολοζωικός, ολοζώντανος, ολοήσκιωτος, ολόθυμος, ολόιδιος, ολόισιος, ολοκαί(γ)ω, ολόκαινος, ολοκαίνουργιος, ολοκαιρίς, ολόκαρδος, ολοκέφαλοι, ολόκλειστος, ολοκόκκινος, ολοκόμματος, ολόκοντος, ολόκορμος, ολόκουφος, ολοκρατία, ολοκρινής, ολόκρυος, ολόμακρος, ολομάλλινος, ολόμαλλος, ολομάτωτος, ολόμαυρος, ολομετάβολος, ολομέτωπος, ολόμικρος, ολόμοιος, ολομόναχος, ολόμονος, ολόμορφος, ολομόρφωση, ολόμπροστος, ολόξανθος, ολοξοπίσω, ολοπαθής, ολοπαράσιτο, ολοπελάγιος, ολοπίσινος, ολόπλευρος, ολοπνευστικός, ολόπρωτος, ολόρθος, ολόρρινα, ολόσβηστος, ολόσγουρος, ολόσειρο, ολοσέλιδος, ολοσκέπαστος, ολόσκεπος, ολοσκόρπιστος, ολοσκότεινος, ολόστεγνος, ολόστενος, ολόστεον, ολοστερικός, ολοστόλιστος, ολόστομον, ολοστρούμπουλος, ολόστρωτος, ολοσυστολικός, ολόσφιχτος, ολοσφύριον, ολοταχής, ολότοιχος, ολοτρίγυρα, ολότριχα, ολοτρό(γ)υρα, ολότρομος, ολοΰστερ(ν)ος, ολοφάνερος, ολοφανής, ολόφεγγος, ολοφλόγιστος, ολόφοδος, ολοφούντωτος, ολοφούσκωτος, ολοφυτικός, ολοχάλκινος, ολόχαρος, ολόχλομος, ολόχοντρος, ολοχρονίς, ολόχρωμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”